Η πραγματικότητα του άγριου φονικού στην Κύπρο ξεπέρασε τον Χίτσκοκ
Η ανατομία ενός άγριου εγκλήματος για το οποίο ακούστηκαν πολλές εκδοχές, αμφισβητήθηκαν, αποκλείστηκαν, και επανεξετάστηκαν μέχρι να λάμψει η αλήθεια και να εντοπιστεί ο πραγματικός δολοφόνος
Στρόβολος Λευκωσίας, βράδυ Τετάρτης 18 Απριλίου. Η ζωή στο εσωτερικό μιας επιβλητικής μεζονέτας επί της οδού Ζαλόγγου φαίνεται να κυλά έτσι όπως πάντα: ήρεμα, ανέφελα και πάνω απ’ όλα οικογενειακά. Αυτό επιζητούσαν άλλωστε από πάντα οι ιδιοκτήτες της, ο 60χρονος Γιώργος Χατζηγεωργίου και η 59χρονη σύζυγός του Ντίνα Σεργίου.
Το προσπάθησαν πολύ, το πάλεψαν με όλες τους τις δυνάμεις και το κατάφεραν υιοθετώντας στις αρχές του 2007 ένα τετράχρονο τότε παιδάκι από τη Ρωσία, τον Κωνσταντίνο. Εκείνος ποζάρει σε κάθε σημείο του σπιτιού και της μνήμης τους μέσα από ατέλειωτα φωτογραφικά ενσταντανέ, σε εκείνον στήριξαν το όνειρο μιας ευτυχισμένης ζωής, για εκείνον ζουν και αναπνέουν. Κι ο Κωνσταντίνος τους αγαπά, όχι σαν θετούς αλλά σαν δικούς του γονείς. Υπάρχουν βέβαια στιγμές όπου αισθάνεται πιεσμένος και άλλες που αντικρίζει σε καθετί -όπως σχεδόν κάθε 15χρονος- την αιτία μιας επανάστασης, ωστόσο οι εφηβικές εκρήξεις του υποχωρούν πάντα μπροστά στο μέγεθος της αγάπης που τρέφει απέναντι στη μητέρα και τον πατέρα του. Το ρολόι δείχνει περίπου 10 το βράδυ όταν ο Γιώργος και η Ντίνα λένε στον Κωνσταντίνο ότι θα πάνε να ξαπλώσουν και ότι το ίδιο πρέπει να κάνει σε λίγο κι εκείνος, καθώς αύριο έχει σχολείο, τρεξίματα και δουλειές. Το ζευγάρι κατευθύνεται στο υπνοδωμάτιό του, που βρίσκεται στον πρώτο όροφο της διώροφης μεζονέτας. Λίγο μετά, ξαπλώνει και ο Κωνσταντίνος. Τρεις ώρες αργότερα η σιλουέτα ενός ημίγυμνου νεαρού «ανάβει» και «σβήνει» μέσα στο σκοτάδι μέχρι που σταματά έξω από κάποιο σπίτι χτυπώντας επίμονα την πόρτα και ζητώντας βοήθεια. Είναι ο Κωνσταντίνος. Χωρίς ρούχα, χωρίς ελπίδα και για δεύτερη φορά στη ζωή του χωρίς γονείς. Ο Γιώργος και η Ντίνα κείτονται νεκροί στο υπνοδωμάτιό τους μέσα σε ένα ποτάμι αίματος...
Το υπνοδωμάτιο-σφαγείο και η μεγάλη φυγή
Ο χρόνος γυρίζει πίσω. Στη στιγμή όπου ο Γιώργος και η Ντίνα καληνυχτίζουν ο ένας τον άλλον ανυποψίαστοι για το απρόσμενο και σκληρό φινάλε της ζωής τους. Λίγη ώρα μετά, μέσα στο βαθύ σκοτάδι, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, η Ντίνα ανοίγει τα μάτια. Της φαίνεται σαν να άκουσε κάτι, σαν κάποιος να μπήκε στο δωμάτιο. Αυτό που αντιλαμβάνεται ισοδυναμεί με τρόμο, αυτό που νιώθει είναι πόνος. Η λεπίδα ενός μαχαιριού καρφώνεται στο στήθος της. Ενστικτωδώς, υψώνει το δεξί της χέρι για να ανακόψει τον εφιάλτη, εκείνος όμως είναι αληθινός. Η λεπίδα καρφώνεται τώρα ξανά και ξανά στο στήθος και τον λαιμό της γυναίκας, το άψυχο κορμί της κείτεται στο κρεβάτι μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ο Γιώργος σηκώνεται έντρομος προσπαθώντας μάταια να ανακόψει την τρέλα και το μένος του δολοφόνου. Δεν τα καταφέρνει. Η λεπίδα του μαχαιριού διαπερνά 26 φορές το κορμί του 60χρονου άνδρα που πέφτει νεκρός στο πάτωμα του υπνοδωματίου. Την ίδια στιγμή ο δολοφόνος αναζητά το άλλοθι της απόδρασής του. Ξεπλένει το αίμα, σβήνει πατημασιές, εξαφανίζει όσα ίχνη θεωρεί ικανά να τον προδώσουν και χάνεται μέσα στη νύχτα. Οταν ο Κωνσταντίνος ζητάει απεγνωσμένα βοήθεια από τους ενοίκους κάποιου γειτονικού σπιτιού, η ώρα κοντεύει 2 τα ξημερώματα. Σε λίγο θα ξημερώσει μια μέρα που θα συγκλονίσει την κοινή γνώμη της χώρας σημαίνοντας ταυτόχρονα την έναρξη μιας ιστορίας γραμμένης με μαύρο μελάνι. Μια ιστορίας που θα ακουστεί σε πολλές εκδοχές, θα «κιτρινίσει», θα αμφισβητηθεί, θα διαγραφεί και θα ξαναγραφτεί μέχρι να λάμψει η αλήθεια.
Η επόμενη μέρα
Η εκδοχή της αλήθειας ακούγεται για πρώτη φορά εκείνο το ματωμένο βράδυ της 18ης Απριλίου από τα χείλη του 15χρονου Κωνσταντίνου: «Ηταν δύο. Φορούσαν μαύρες κουκούλες, μαύρα ρούχα και τους σκότωσαν», θα πει στους γείτονες όπου κατέφυγε για βοήθεια. Το παιδί μοιάζει και είναι σοκαρισμένο. Φοράει μόνο το εσώρουχό του, δεν έχει τίποτα μαζί του. Οι γείτονες του δίνουν ρούχα, του λένε να ντυθεί και να ηρεμήσει. Πως η Αστυνομία είναι κοντά, καθώς την έχουν ήδη ενημερώσει για το μεγάλο κακό. Μέσα σε λίγα λεπτά η οδός Ζαλόγγου γεμίζει με αστυνομικούς, ενώ λίγο μετά τις 2 τα ξημερώματα η είδηση της διπλής δολοφονίας δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της κυπριακής εφημερίδας «Πολίτης». Η νύχτα γίνεται μέρα από τα φώτα των περιπολικών, η μέρα γίνεται νύχτα από τον πόνο των συγγενών και των φίλων του άτυχου ζευγαριού.
Ολοι θυμούνται ιστορίες, όλοι θέλουν να πιστεύουν ότι ο θάνατος του Γιώργου και της Ντίνας δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα κακόγουστο αστείο. Μιλάνε για τον Γιώργο. Για τον ακούραστο καθηγητή του EnglishSchool από το κατεχόμενο χωριό Ασσια που σπούδασε Μαθηματικά και Ψυχολογία στην Αυστραλία, αγαπούσε τους μαθητές του και λάτρευε την Αστρονομία. Μιλάνε για την Ντίνα, το βασανισμένο κορίτσι από την κατεχόμενη Κερύνεια που το 1974, κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής, έχασε τον έναν αδελφό της ο οποίος υπηρετούσε στην 33η Μοίρα Καταδρομών, για να βρει τα οστά του το 2013 σε ομαδικό τάφο. Μιλάνε για τον Γιώργο και την Ντίνα. Για τον μεγάλο τους έρωτα, για το πάθος τους να αποκτήσουν ένα παιδί, για την ευτυχία τους όταν κατάφεραν να υιοθετήσουν τον Κωνσταντίνο, για την αγωνία τους όταν πριν από πολλά χρόνια τού αποκάλυψαν την αλήθεια, για την ανείπωτη χαρά τους που ο Κωνσταντίνος τούς αποδέχτηκε και τους αγάπησε σαν δικούς του γονείς.
Ο μόνος που δεν μιλά είναι ο Κωνσταντίνος. Στέκει μόνος σε μια γωνιά του δρόμου βυθισμένος στις σκέψεις του, αποπροσανατολισμένος από τα ερωτήματα, χαμένος ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, την αλήθεια και το ψέμα, την αθωότητα και την ενοχή. Φοράει ακόμα τις τεράστιες παντόφλες που του έδωσαν οι γείτονες και μια σκούρα φαρδιά φόρμα που συνεχώς τραβάει αμήχανα προς τα πάνω. Τη στιγμή που όλοι αναμένουν να πει κάτι γι’ αυτό που έζησε, εκείνος ρωτά: «Ποιος θα με πάει στο τένις το Σάββατο;» «πότε θα φύγει η Αστυνομία να πάρω τα βιβλία μου για το σχολείο;». Το παιδί βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση, σε κατάσταση σοκ σαν η μνήμη του να έχει διαγράψει από την επιφάνειά της όλα όσα συνέβησαν το προηγούμενο βράδυ στη μεζονέτα της οδού Ζαλόγγου.
Ενας ισχυρισμός και πολλά κακόβουλα σενάρια
Λίγο αργότερα ένα χέρι αγκαλιάζει το 15χρονο αγόρι. Είναι αυτό της αγαπημένης του θείας Ελένης, αδελφής του πατέρα του. «Μη φοβάσαι, αγόρι μου, θα μείνεις μαζί μου», του λέει τραβώντας τον μακριά από το σκηνικό της φρίκης. Οι μνήμες, ωστόσο, τρέχουν ξωπίσω του σαν φαντάσματα και τον ακολουθούν. Ο Κωνσταντίνος συνέρχεται, ο Κωνσταντίνος θυμάται, ο Κωνσταντίνος μιλάει. Λέει πως εκείνο το βράδυ, γύρω στις 11, ένας άνδρας μπήκε στο υπνοδωμάτιό του, τον ξύπνησε και του είπε: «Σκότωσα τους γονείς σου. Πού είναι τα λεφτά; Μη φοβάσαι, δεν θα σε πειράξω γιατί έχω κι εγώ έναν γιο». Εκείνη τη στιγμή στο δωμάτιο μπαίνει και ο συνεργός του, κλείνουν το στόμα του Κωνσταντίνου, τον πετούν στο κελάρι κάτω από τη σκάλα και γυρίζουν το κλειδί στην κλειδαριά. Το παιδί καταφέρνει να ανοίξει (στραβώσει) δύο φυλλαράκια από την πορτούλα αλουμινίου της αποθήκης, να φτάσει το χέρι του στο κλειδί και να ξεκλειδώσει την πόρτα.
Υστερα, ανεβαίνει σαν τρελό στο υπνοδωμάτιο των γονιών του, τους βλέπει νεκρούς και βγαίνει στον δρόμο αναζητώντας βοήθεια στο σπίτι των γειτόνων. Η ιστορία του Κωνσταντίνου δεν αρέσει σε κάποιους, δεν πείθει τους περισσότερους και για σχεδόν μία εβδομάδα αποτελεί το επίκεντρο κακόβουλων και πικρόχολων σχολίων, όπως αυτό που ακούστηκε κάποιο απόγευμα σε ένα καφενεδάκι της πόλης από έναν «κύριο» ο οποίος τόνιζε με στόμφο τη δική του ετυμηγορία: «Τούτα είναι τα αποτελέσματα άμα πιάνεις ξένα μωρά. Ξέρεις τι αρρώστιες κουβαλά μες στο DNA του;». Λόγια φτηνά, εικασίες ντροπής, ετυμηγορίες εγκληματικές απέναντι σε ένα παιδί που δικάστηκε προτού ακόμη δώσει επίσημη κατάθεση στις Αρχές. Ευθύνη γι’ αυτό δεν έφεραν ωστόσο μόνο οι γεμάτοι κουταμάρα εγκέφαλοι των «δικαστών της διπλανής πόρτας» αλλά και η Αστυνομία, καθώς πηγές της άφηναν όλο αυτό το διάστημα να εννοηθεί ότι οι έρευνες στρέφονται προς τον 15χρονο χαρακτηρίζοντας μη αληθή τα όσα είχε πει σχετικά με τους δύο κουκουλοφόρους που τον κλείδωσαν στο κελάρι: «Ολα έδειχναν ότι υπήρχε εμπλοκή του παιδιού αλλά έλειπε κάτι για να προχωρήσει η διαδικασία», ανέφερε αστυνομική πηγή στο «ΘΕΜΑ» δικαιολογώντας την απόφαση να μεταβεί στην Κύπρο ειδικός αναλυτής από τη Scotland Yard προκειμένου να εξιχνιαστεί η παράξενη αυτή υπόθεση.
Απέναντι σε όλους τους παραπάνω στέκει ο Κωνσταντίνος με μοναδικό του φύλακα άγγελο τη θεία Ελένη, η οποία από την πρώτη στιγμή χαρακτήριζε ανοησίες τα όσα κυκλοφορούσαν για τον ανιψιό της. Στο σπίτι όπου διαμένουν είναι συχνές οι επισκέψεις ψυχολόγου που παρακολουθεί τον ανήλικο καταγράφοντας τις αντιδράσεις και τη συμπεριφορά του, ενώ στον εξωτερικό χώρο υπάρχει διακριτική παρουσία αστυνομικών με πολιτικά έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι κανείς δεν θα προσεγγίσει το παιδί. Η μοναδική φορά που είδαν κάποιοι τον Κωνσταντίνο ήταν λίγα 24ωρα μετά την ημέρα της αποτρόπαιης δολοφονίας των γονιών του, όταν βγήκε από το σπίτι προκειμένου να παραστεί στην κηδεία τους. Εκεί στάθηκε ανάμεσα στο πλήθος και χωρίς να κοιτάζει κανέναν ψέλλισε δυο-τρεις φορές: «Πάρτε με από εδώ. Θέλω να φύγω». Η μοναδική στιγμή που κοντοστάθηκε κοιτάζοντας πίσω ήταν όταν ακούστηκε από τα χείλη των μαθητών του πατέρα του «Το πέλαγο είναι βαθύ» του Μάνου Χατζιδάκι, με τη στροφή «Το πέλαγο είναι παιδί / τρέχει και δεν το φτάνω / παιδί και στην αγάπη του / που σαν με δει το χάνω» να γεμίζει τα μάτια του με δάκρια...
Ο 33χρονος αναίρεσε ότι οι συνεργοί του ήταν τα δύο αδέλφια από τη Λευκωσία, κατονομάζοντας τελικά ως συνεργό του στο διπλό έγκλημα κάποιον φίλο του που αναζητείται από τις Αρχές
Η μεγάλη ανατροπή και τα μεγάλα ερωτήματα
Μέχρι το απόγευμα της 25ης Απριλίου ο Κωνσταντίνος θεωρείται ο βασικός ύποπτος για τη διάπραξη του φόνου. Ωστόσο, εκείνη την ημέρα η σύλληψη ενός 33χρονου άνδρα στην περιοχή της Αγίας Νάπας βγάζει τον 15χρονο από το κάδρο των υπόπτων. Παρότι όλο αυτό το διάστημα η Αστυνομία δεν μπορεί να καταλάβει πώς μπήκε κάποιος στο σπίτι, καθώς δεν υπήρχαν ίχνη παραβίασής του, ούτε και να βρει το όπλο του εγκλήματος, καταφέρνει να ανακαλύψει στον κήπο ένα ζευγάρι ματωμένα παπούτσια και ένα αιχμηρό αντικείμενο που μοιάζει με σπαθί.
Την ίδια στιγμή τα εν λόγω αντικείμενα παραδίδονται σε ειδικά εργαστήρια και λίγο καιρό μετά συνδέονται μέσω του τεστ DNA με έναν άνδρα, τον 33χρονο Λοΐζο Τζιωνή. Ο ίδιος κατά τη στιγμή της σύλληψής του δεν προβάλει καμία αντίσταση, δεν ζητά συνήγορο υπεράσπισης, ενώ λίγο μετά ομολογεί ότι γνωρίζει τους δράστες και τα κίνητρα τους -κατονόμασε ως συνεργούς δύο αδέλφια από τη Λευκωσία που «ασχολούνται» με πλαστά χαρτονομίσματα και διαρρήξεις- και ότι ο ίδιος ήξερε το σπίτι από το 2012, όταν είχε κληθεί για να επιδιορθώσει κάποια παράθυρα.
Ωστόσο, το βράδυ της περασμενης Παρασκευής «σπάει» από την πίεση της ανάκρισης και παραδέχεται ότι είναι ο αυτουργός, ενώ υποδεικνύει στους αστυνομικούς και τον χώρο στον οποίο είχε κρύψει το μαχαίρι του φόνου και τα ματωμένα ρούχα του. Πράγματι, λίγο αργότερα οι αστυνομικοί βρίσκουν το μαχαίρι και τα ρούχα στο σπίτι του πατέρα του στην Αγλαντζιά της Λευκωσίας. Παράλληλα, ο 33χρονος αναίρεσε ότι οι συνεργοί του ήταν τα δύο αδέλφια από τη Λευκωσία, κατονομάζοντας τελικά ως συνεργό του στο διπλό έγκλημα κάποιον φίλο του που αναζητείται από τις Αρχές.
Τελικά συνεργός στο έγκλημα είναι σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες ο μικρότερος αδερφός του 33χρονου ο οποίος συνελήφθη αργά το βράδυ της Παρασκευής μαζί με την σύντροφο του Λοΐζου Τζιωνή. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο 15χρονος Κωνσταντίνος αναγνωρίζει στο πρόσωπο του 33χρονου, τον άνδρα που το βράδυ της 18ης Απριλίου του είπε: «Σκότωσα τους γονείς σου. Πού είναι τα λεφτά; Μη φοβάσαι δεν θα σε πειράξω γιατί έχω κι εγώ έναν γιο».
Από τη μία πλευρά τα όσα ισχυρίζεται ο 33χρονος άνδρας φαίνεται να αποτελούν τη λύση του γρίφου της παράξενης αυτής ιστορίας. Από την άλλη, όμως, γεννάται ένα πλήθος ερωτημάτων που, όπως όλα δείχνουν, θα απαιτηθεί χρόνος για να απαντηθούν. Με ποιο σκεπτικό ένας δολοφόνος φεύγει από τον τόπο του εγκλήματος αφήνοντας πίσω τα ματωμένα παπούτσια του καθώς κι ένα αντικείμενο που σχετίζεται με την υπόθεση; Ποιος δολοφόνος «κρύβει» τη ματωμένη πιζάμα του θύματος μέσα στο σπίτι;
Περίεργη είναι επίσης η πληροφορία που έλαβε η Αστυνομία από τρίτο πρόσωπο αναφορικά με την ύπαρξη δύο σημειωματάριων στο αυτοκίνητο του 33χρονου, στα οποία είχε καταγράψει όλες τις λεπτομέρειες του εγκλήματος. Ποιος δολοφόνος πριν από την τέλεση ενός τέτοιου εγκλήματος γράφει λεπτομερώς τι πρόκειται να κάνει και συνεχίζει την εξιστόρηση και μετά το έγκλημα; Ο Λοΐζος Τζιωνής φέρεται να ομολόγησε στις Αρχές ότι σχεδίαζε την είσοδό του στην οικία του Γιώργου Χατζηγεωργίου εδώ και πέντε ολόκληρα χρόνια. Ο τρόπος, ωστόσο, με τον οποίο έγινε η δολοφονία κάθε άλλο παρά την ύπαρξη σχεδίου φανερώνει.
Η Αστυνομία θα πρέπει να εξηγήσει επίσης πώς ανακαλύφθηκε μόλις την Παρασκευή ότι στο σπίτι υπήρχε μισάνοιχτο παράθυρο και γιατί δεν ήχησε ο συναγερμός. Θα πρέπει να απαντήσει για ποιον λόγο αποκαλύφθηκε οκτώ ολόκληρες ημέρες μετά το έγκλημα το γεγονός ότι στο σπίτι δεν βρέθηκε το πορτοφόλι του Γιώργου Χατζηγεωργίου. Τέλος, θα πρέπει να σταματήσει να διαρρέει εικασίες και να επικεντρωθεί στα κίνητρα της στυγνής δολοφονίας. Διότι όπως πολύ εύστοχα έγραψε μία φίλη από την Κύπρο στην προσωπική της σελίδα στο Facebook: «Στην τελική, δεν έχει σημασία για τις ζωές μας ποιος έχει κάνει ένα έγκλημα παρά μόνο για την ανθρωποφαγία που μας χαρακτηρίζει. Εχει όμως σημασία για τις αξίες μας ότι είμαστε πιστοί υπηρέτες της εικόνας που χτίζει ο καθένας μας, αρνούμενοι να δεχτούμε πως είμαστε απλά προσωπεία... Αιωνίως σοκαρισμένοι για το ότι τα φαινόμενα απατούν».
protothema.gr
Leave a Comment